μεγάλος
greacă
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică μεγάλος (megálos) < din μέγας (mégas, „mare”).
Pronunție
- AFI: /meˈɣa.los/
Adjectiv
μεγάλος (megálos)
| Declinarea adjectivului μεγάλος | ||
| Singular | Plural | |
| Masculin | μεγάλος | μεγάλοι |
| Feminin | μεγάλη | μεγάλες |
| Neutru | μεγάλο | μεγάλα |
- mare
- Γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις.
- mare, înalt
- Έκοψαν τα μεγάλα δέντρα.
- foarte mare, deosebit
- Στο πρόσωπό του φαινόταν μεγάλη χαρά.
- lung, îndelungat
- Το καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγάλες ενώ τον χειμώνα είναι μικρές.
- matur, adult
- Στο κύριο τραπέζι, κάθονται μόνο οι μεγάλοι.
- bătrân
- Ο πατέρας μου είναι μεγάλος άνθρωπος και δεν περπατάει καλά.
- mare, important, superior
- Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
- (tipogr.) (despre litere) majuscul
- Το όνομά μου να γράφει με μεγάλα γράμματα.
Sinonime
Antonime
- 1: μικρός
- 2: κοντός, χαμηλός
- 4: σύντομος
- 5: έφηβος
- 6: νέος
- 7: συνηθισμένος, μέτριος
Cuvinte derivate
cuvinte derivate
|
|
Cuvinte compuse
- Μεγάλη Άρκτος
- Μεγάλη Βρετανία
- Μεγάλες Δυνάμεις
- Μεγάλη Εβδομάδα
- Μεγάλη Ελλάδα
Cuvinte apropiate
- μεγαλείο
- Μεγαλειότατος
- μεγαλειώδης
- μεγαλίστικος
- μεγαλοσύνη
- μεγαλουσιάνος
- μεγάλωμα
- μεγαλώνω
Vezi și
- μέγας
Referințe
Acest articol este emis de la Wiktionary. Textul este licențiat sub Creative Commons - Attribution - Sharealike. Se pot aplica termeni suplimentari pentru fișierele media.