νεκρός

greacă

(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică νεκρός (nekrós, „mort).

Pronunție

  • AFI: /neˈkɾos/


Adjectiv

νεκρός (nekrós)

Declinarea adjectivului
νεκρός
Singular Plural
Masculin νεκρός νεκροί
Feminin νεκρή/νεκρά νεκρές
Neutru νεκρό νεκρά
  1. mort, decedat, răposat
    Στη βόλτα μου, βρήκα ένα νεκρό πουλί.
  2. (fig.) mort, lipsit de viață
    Αυτό το πάρτι ήταν εντελώς νεκρό. Καλύτερα να εμένα σπίτι.
  3. (fig.) stricat, defect, spart, rupt
    Όταν σήκωσα το τηλέφωνο, ήταν νεκρό.
  4. (fig.) mort, defunct
    Η Λατινική είναι νεκρή γλώσσα.

Sinonime

  • 1: πεθαμένος, ψόφιος, (înv.) αποθανών, (înv.) εκλιπών, (înv.) τεθνεώς, (bis.) κεκοιμημένος
  • 2: άψυχος, άτονος

Antonime

  • 1: ζωντανός
  • 2: ζωντανός, ενεργητικός, σφριγηλός

Cuvinte derivate

Cuvinte apropiate

  • νέκρα
  • νεκρά
  • νεκρικός
  • νεκρώνω
  • νέκρωση
  • νεκρώσιμος

Expresii

  • και νεκρούς ανασταίνει
  • κλινικά νεκρός
  • νεκρή περίοδος
  • νεκρή φύση
  • νεκρή γλώσσα
  • νεκρή ζώνη
  • νεκρό γράμμα
  • νεκρός χρόνος


Substantiv

νεκρός (nekrós)

Declinarea substantivului
νεκρός
m. Singular Plural
Nominativ νεκρός νεκροί
Genitiv νεκρού νεκρών
Acuzativ νεκρό νεκρούς
Vocativ νεκρέ νεκροί
  1. decedat, mort
    Η σορός του νεκρού μεταφέρεται στο κοιμητήριο.

Sinonime

  • αποθανών, πτώμα, σορός, κουφάρι, ψοφίμι

Cuvinte derivate

Referințe

Acest articol este emis de la Wiktionary. Textul este licențiat sub Creative Commons - Attribution - Sharealike. Se pot aplica termeni suplimentari pentru fișierele media.