άγγελος

greacă

(Ελληνικά)

Etimologie

Din greaca antică ἄγγελος ("mesager").

Pronunție

  • AFI: /'a.ɟɛ.lɔs/


Substantiv

άγγελος (ángelos) m., άγγελοι (ángeloi) pl.

  1. înger
  2. mesager, curier
  3. (fig.) înger

Cuvinte derivate

  • Αγγελική
  • αγγελάκι
  • αγγελικός
  • αγγελούδι

Cuvinte compuse

  • αγγελοβάρεμα / αγγελοβαρεμένος
  • αγγελοβλέπω
  • αγγελοβλεπούσα
  • αγγελογραμμένος
  • αγγελοειδής
  • αγγελοζωγραφιστός
  • αγγελοθωρώ
  • αγγελοκαμωμένος / αγγελοκάμωτος
  • αγγελοκόβω / αγγελόκομμα
  • αγγελοκρίνομαι / αγγελοκρίτης
  • αγγελοκρούομαι / αγγελόκρουσμα / αγγελοκρουσμένος
  • αγγελολογία
  • αγγελομαχώ / αγγελομάχημα
  • αγγελόμορφος
  • αγγελοπετριά
  • αγγελοπρόσωπος
  • αγγελοσκιάζομαι / αγγελοσκιάζω / αγγελόσκιασμα
  • αγγελόψυχος
  • αρχάγγελος
Acest articol este emis de la Wiktionary. Textul este licențiat sub Creative Commons - Attribution - Sharealike. Se pot aplica termeni suplimentari pentru fișierele media.